- πυρρόγειος
- πυρρό-γειος, ον,A of or with red earth, Antyll. ap. Orib.9.11.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρρόγειος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + γειος (< γῆ*), πρβλ. ἰσό γειος] … Dictionary of Greek
πυρρογείων — πυρρόγειος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρόγειοι — πυρρόγειος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek